Τα
ξημερώματα της Κυριακής της 25ης Απριλίου του 1871, οι κάτοικοι της Αθήνας και
του Πειραιά, ξυπνούν από τις καμπάνες. Στον Πειραιά φθάνουν από την Οδησσό τα
ιερά λείψανα του Γρηγορίου του Ε’ με το ατμόπλοιο «Βυζάντιο».
Ο
οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος επιστρέφει στην πατρώα γη. Εκείνη τη χρονιά
συμπληρώνονταν πενήντα χρόνια από την ημέρα του απαγχονισμού του Πατριάρχη
Γρηγορίου του Ε’ στην Πόλη.
Η
αποτροπή της γενικής σφαγής
Τον
Απρίλιο του 1821, μετά τη λειτουργία του Πάσχα, ο Γρηγόριος συνελήφθη,
κηρύχθηκε έκπτωτος και φυλακίστηκε. Στην Πόλη είχαν φτάσει τα νέα από την
εξέγερση των Ελλήνων. Ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β’, πιεζόμενος από τον όχλο και τους
φανατικούς συμβούλους του, πήρε την απόφαση για την εξόντωση των Ελλήνων στην
Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, την Κύπρο.
Για
να προχωρήσει έπρεπε να έχει τον φετφά, επίσημη γνωμοδότηση επικυρωμένη από τον
Σεϊχουλισλάμη, την ανώτατη δικαστική αρχή των Οθωμανών. Σεϊσουλισλάμης τότε
ήταν ο Χατζή Χαλήλ, ανθρωπιστής, με ισχυρές ηθικές αντοχές και πολιτικό σθένος.
Με θάρρος αρνήθηκε να εκδώσει αμέσως φετφά για τη γενική σφαγή των Ελλήνων και
ζήτησε χρόνο να σκεφτεί βασιζόμενος στο Κοράνι που απαγόρευε τη σφαγή αθώων.
Ο
Πατριάρχης πρόφτασε να διαβεβαιώσει τον Χατζή Χαλήλ εφέντη ότι το Γένος ήταν
αθώο της επαναστάσεως. Ο Γρηγόριος Ε’, για να σώσει το ποίμνιό του από τη
γενική σφαγή, αφόρισε τον Υψηλάντη. Με τον τρόπο αυτό ο Πατριάρχης διαχώρισε
κατά ένα τρόπο τη θρησκευτική ηγεσία από την επανάσταση, για να αποτρέψει την
έκδοση φετφά.
Ο
αφορισμός του Υψηλάντη διχάζει τους ιστορικούς
Ο
Πατριάρχης είχε το σθένος να αδιαφορήσει για τις εντυπώσεις και να προχωρήσει
σε μια πράξη ηθικής αυτοθυσίας για να σώσει τον ελληνισμό της οθωμανικής
αυτοκρατορίας, έχει δηλώσει ο Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος.
Και
ο ίδιος ο Υψηλάντης άλλωστε έγραψε εκείνη την περίοδο στον Κολοκοτρώνη: «Ο μεν
Πατριάρχης… βιαζόμενος παρά της Πόρτας, σας στέλλει αφοριστικά και εξάρχους,
παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρτα, σεις όμως να τα θεωρήτε ταύτα ως
άκυρα. Καθότι γίνονται με βίαν και δυναστείαν και άνευ θελήσεως του
Πατριάρχου».
Οι
Ρωμηοί κατάλαβαν τον Πατριάρχη, την πολιτική του διορατικότητα και την σωστική
αξία που είχε ο αφορισμός. Ο Σουλτάνος δεν προχώρησε στη γενική σφαγή,
καθαίρεσε όμως τον Χατζή Χαλήλ. Ο Χατζή Χαλήλ αρνήθηκε, παύθηκε, θανατώθηκε. Με
νέο φετφά από άλλον Σεϊχουλισλάμη, ο σουλτάνος κράτησε ομήρους 8 ιερωμένους.
Όταν στην Πόλη έφτασαν οι ειδήσεις για την εξέγερση στην Πελοπόννησο ο θυμός
του Σουλτάνου ξεχείλισε και ο κίνδυνος πλέον για τον Πατριάρχη ήταν προφανής.
Κάποιοι πίεσαν τον Γρηγόριο να δραπετεύσει.
«Αυτή
τη δοκιμασία οφείλουμε να ελαφρύνουμε με το αίμα μας. Αυτό συμφέρει το Έθνος.
Και εγώ ως κεφαλή του Έθνους και εσείς ως Σύνοδος, οφείλουμε να πεθάνουμε για
την κοινή σωτηρία. Ο θάνατος μας θα δώσει δικαίωμα στη Χριστιανοσύνη να
υπερασπιστεί το Έθνος εναντίον του τυράννου» απάντησε ο Πατριάρχης Γρηγόριος,
και παρέμεινε.
«Η
απόφαση του ήταν μια πράξη αυτοθυσίας, μια βαθιά πολιτική πράξη, γιατί με το
μαρτύριο του θα ενισχυόταν το ηθικό δικαίωμα των χριστιανών να επαναστατήσουν»
αναφέρει η Αθηνά Κακούρη στο βιβλίο της «1821 Η αρχή που δεν ολοκληρώθηκε».
Ο
απαγχονισμός
Την
Κυριακή του Πάσχα, ο Σουλτάνος καθαίρεσε τον Γρηγόριο τον Ε’, διέταξε να τον
περιφέρουν στον Πόλη, να τον φτύνει ο όχλος και να τον κακοποιεί. Στον τέλος
τον κρέμασε από τη Μεσαία Πύλη του Πατριαρχείου διατάζοντας να μείνει εκεί
κρεμασμένος, επί τρεις ημέρες. Κατόπιν παρέδωσε τη σορό του στον όχλο, που,
αφού την έσυρε στους δρόμους, περιγελώντας και βρίζοντας, την έριξε στο
Βόσπορο.
Τη
σορό του Πατριάρχη μάζεψε από τη θάλασσα ένας Κεφαλλονίτης καπετάνιος και τη
μετέφερε στην Οδησσό που κηδεύτηκε επίσημα και έμεινε εκεί μέχρι το 1871, οπότε
και μεταφέρθηκε πανηγυρικά στην Ελλάδα.
Συγκλονιστική
τελετή στην Αθήνα
Τον
Απρίλιο του 1871, για τη μετακομιδή των λειψάνων από τον Πειραιά μέχρι τη
Μητρόπολη Αθηνών έγινε μια συγκλονιστική τελετή και μια μεγαλειώδης πομπή.
Από τον
Τύπο της εποχής, μαθαίνουμε ανάμεσα στα άλλα, ότι στις 9 παρά τέταρτο εκείνης
της ημέρας, ακούστηκε ο πρώτος κανονιοβολισμός από το λόφο Νυμφών αναγγέλλοντας
την έναρξη της μεγαλειώδους πορείας.
«Κατά
το πρόγραμμα, τα τηλεβόλα έρριπτον μιαν βολήν ανά παν της ώρας λεπτόν, από της
στιγμής αναχωρήσεως μέχρι της στιγμής της εις τον μητροπολιτικόν ναόν αφίξεως
του λειψάνου».
Την
πορεία άνοιγε η έφιππη χωροφυλακή, ακολουθούσε η μουσική της φρουράς Αθηνών, το
πεζικό, το πυροβολικό, το ιππικό τάγμα, οι σαλπιγκτές. Οι μουσικές παιάνιζαν
πανηγυρικά εμβατήρια, «εκ διαδοχής και άνευ διαλειμμάτων».
Ακολουθούσαν
επιζώντες αγωνιστές, ο Σταυρός, «τα εξαπτέρυγα πάντων των εν Αθήναις ναών», οι
μαθητές της Εκκλησιαστικής Ριζαρείου Σχολής, οι ηγούμενοι των μοναστηρίων, ιερείς.
Τις ταινίες από το φέρετρο κρατούσαν αρχιεπίσκοποι και επίσκοποι. Αμέσως μετά
το φέρετρο προχωρούσε ο Βασιλεύς Γεώργιος «φορών στολή στρατηγού, μετά του
μεγαλοσταύρου του Σωτήρος, δεξιά δ΄ αυτού η Βασίλισσα Όλγα. Δεξιά της
Βασιλίσσης επορεύετο το υπουργικόν συμβούλιον, αριστερά δε του Βασιλέως, ο
πρόεδρος, οι αντιπρόεδροι και οι γραμματείς της Βουλής».
Ακολουθούσαν
βουλευτές, δικαστικοί, πολιτικοί και στρατιωτικοί ανώτεροι, καθηγητές, ο
Δήμαρχος της Αθήνας με το δημοτικό συμβούλιο, ενώ πλήθος κόσμου συνωθούνταν από
τον ηλεκτρικό σταθμό μέχρι την Ερμού. Οι οικείες ήταν σημαιοστολισμένες και τα
παράθυρα γεμάτα κόσμο.
Όταν
η λάρνακα έφτασε στη Μητρόπολη, ο Βασιλέας «έδωκεν συνδρομή και ιδίοις χερσίν
ανασηκώσας αυτήν». Την ώρα που η λάρνακα έμπαινε στο ναό εψάλησαν οι εννιά
αναστάσιμες ωδές.
Η
εφημερίδα ΑΙΩΝ περιγράφει με πολλές λεπτομέρειες την λαμπρή υποδοχή στο φύλλο
της 27ης Απριλίου 1871.
«Η
ημέρα της προχθές Κυριακής 25 Απριλίου, θα μνημονεύεται, εν τοις χρονικοίς της
πόλεως Αθηνών, επί μακρούς χρόνους, ως μια των ωραιοτάτων και γραφικοτάτων
αυτής. Την ημέραν αυτήν η πρωτεύουσα του ελληνικού Βασιλείου ετέλεσε διπλήν
τελετήν, επανηγύρισε την πεντηκονταετηρίδα από της εθνικής εγέρσεως, υπεδέχθη
δε όπως, εν μέσω τόσων άλλων κειμηλίων της δόξης του παρελθόντος και της
καθ΄ημάς εποχής, φυλάξη πολύτιμον του Ελληνισμού κειμήλιον, το λείψανον του
υπέρ της ελληνικής ελευθερίας μαρτυρήσαντος Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε’» ξεκινά
την περιγραφή της λαμπρής υποδοχής η εφημερίδα ΑΙΩΝ.
Όταν
ράγισε η καρδιά του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη
Αθήνα
25 Μαρτίου 1872: Πλήθος κόσμου έχει κατακλύσει τον προαύλιο χώρο του
Πανεπιστημίου, την Κοραή και την Κλαυθμώνος. Το Πανεπιστήμιο αποδίδει τιμή στον
Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄. Η Πρυτανεία ανάθεσε στον γλύπτη Γεώργιο Φυτάλη τη
φιλοτέχνηση του ανδριάντα του Πατριάρχη το 1869. Τη δαπάνη ανέλαβε ο Γεώργιος
Αβέρωφ.
Στις
25 Μαρτίου 1872 έγιναν τα αποκαλυπτήρια. Ο ανδριάντας τοποθετήθηκε στα
Προπύλαια του Πανεπιστημίου, στην αριστερή πλευρά της πρόσοψης, συμμετρικά με
τον ανδριάντα του Ρήγα Φεραίου. Ο Πατριάρχης αποδίδεται σε μέγεθος μεγαλύτερο
του φυσικού, όρθιος, σε μεγαλοπρεπή στάση. Με το αριστερό χέρι στηρίζεται στη
μπρούντζινη ποιμαντική ράβδο, ενώ το δεξί χέρι απλώνεται χαρακτηριστικά προς τα
εμπρός.
Στην
τελετή ο ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης απήγγειλε το περίφημο ποίημα του στη
δημοτική, που ενθουσίασε το κοινό:
«Πώς
μας θωρείς ακίνητος, πού τρέχει ο λογισμός σου […] το μάρμαρο μένει βουβό και
θε να μείνει ακόμα, κοιμάται κι ονειρεύεται και τότε θα ξυπνήσει, όταν τα δάση
στα βουνά, στα πέλαγα βροντήσει, το φλογερό μας κήρυγμα, χτυπάτε πολεμάρχοι, Μη
λησμονείτε το σχοινί παιδιά του Πατριάρχη».
Η
απαγγελία του ποιητή ραγίζει το πλήθος. Εκείνη όμως την ημέρα, η μεγάλη
συγκίνηση και ένταση ραγίζει και την καρδιά του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Την ημέρα
της απαγγελίας του ποιήματος ο Βαλαωρίτης υπέστη το πρώτο καρδιακό επεισόδιο.
Η
απαγγελία διήρκεσε αρκετή ώρα, με τόνο φωνής ικανό να φέρει τους στίχους του
μέχρι το πιο απομακρυσμένο σημείο της πλατείας. Δεν ήταν μόνο οι λυγμοί από τη
συγκίνηση του πλήθους που ακούστηκαν εκείνη την ημέρα στα Προπύλαια. Ήταν
επευφημίες του κόσμου που για πρώτη φορά άκουγε σε γλώσσα που μπορούσε να
κατανοήσει την αιματηρή ιστορία της εθνικής αναγέννησης.
Το
ποίημα ήταν γραμμένο στη δημοτική. Μόλις ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης ολοκληρώνει
να απαγγελία, κατευθύνεται στον Βασιλέα Γεώργιο και του παραδίδει το
χειρόγραφο.
Η
βαθιά συγκίνηση της ημέρας εκείνης, επιβάρυνε σημαντικά το καρδιακό νόσημα του
Βαλαωρίτη ο οποίος έφυγε σε ηλικία 55 ετών στη Μαδουρή, το νησί του που έζησε
τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
ΠΗΓΗ
----------------------------------------------------------------------------------
Το ποίημα που απήγγειλε ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, την 25η Μαρτίου 1872, κατά την τελετή των αποκαλυπτηρίων του ανδριάντα, του Πατριάρχη.
Πῶς μᾶς θωρεῖς ἀκίνητος;... Ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου,
τὰ φτερωτά σου ὄνειρα;... Γιατὶ στὸ μέτωπό σου
νὰ μὴ φυτρώνουν, γέροντα, τόσαις χρυσαῖς ἀχτίδες,
ὅσαις μᾶς δίδ' ἡ ὄψη σου παρηγοριαῖς κ' ἐλπίδες;...
Γιατὶ στὰ οὐράνια χείλη σου νὰ μὴ γλυκοχαράζῃ,
πατέρα, ἕνα χαμόγελο;... Γιατὶ νὰ μὴ σπαράζῃ
μὲσα στὰ στήθη σου ἡ καρδιά, καὶ πῶς στὸ βλέφαρό σου
οὔτ' ἕνα δάκρυ ἐπρόβαλε, οὔτ' ἔλαμψε τὸ φῶς σου;...
Ὁλόγυρά σου τὰ βουνὰ κ' οἱ λόγγοι στολισμένοι
τὸ λυτρωτή τους χαιρετοῦν... Ἡ θάλασσ' ἀγριωμένη
ἀπὸ μακρὰ σ' ἐγνώρισε καὶ μ' ἀφρισμένο στόμα
ποὺ σὲ κρατεῖ στὰ σπλάχνα του... Θυμᾶται τὴν ἡμέρα,
ὁποὺ κι' αὐτὴ στὸν κόρφο της, σὰν τρυφερὴ μητέρα,
πατέρα μου, σ' ἐδέχτηκε... Θυμᾶται στὸ λαιμό σου
τὸ ματωμένο τὸ σχοινί, καὶ στ' ἅγιο πρόσωπό σου
τ' ἄτιμα τὰ ραπίσματα... τὸ βόγγο... τὴ λαχτάρα...
τοῦ κόσμου τὴν ποδοβολή... Θυμᾶται τὴν ἀντάρα...
τὴν πέτρα, ποὺ σοῦ κρέμασαν... τὴ γύμνια τοῦ νεκροῦ σου...
τὸ φοβερὸ τὸ ἀνάβρασμα τοῦ καταποντισμοῦ σου...
Δὲν ἐλησμόνησε τὴ γῆ ποὺ σὤγινε πατρίδα,
οὔτε τὸ χέρι ποὺ εὔσπλαχνο μ' ὁλόχρυση χλαμύδα
τὴ σάρκα σου ἐσαβάνωσε τὴ θαλασσοδερμένη,
ὅταν, πατέρα μου, ἄκαρδοι, γονατισμέν' οἱ ξένοι
τὸ αἶμά σου ἔγλυφαν κρυφὰ στὰ νύχια τοῦ φονιᾶ σου...
Τώρα σὲ βλέπει γίγαντα, πατέρα, ἡ θάλασσά σου...
Τὸ λείψανό σου τὸ φτωχό, τὸ ποδοπατημένο,
τ' ἀνάστησε ἡ ἀγάπη μας κ' ἐδῶ μαρμαρωμένο
θὰ στέκῃ ὁλόρθο, ἀκλόνητο κ' αἰώνιο θὰ νὰ ζήσῃ,
νἆναι φοβέρα ἀδιάκοπη σ' Ἀνατολὴ καὶ Δύση...
Πενῆντα χρόνοι πέρασαν σὰν νἄτανε μιὰ μέρα!...
Γιὰ σᾶς ποὺ εἶσθε ἀθάνατοι φεύγουν γλυκειαῖς, πατέρα,
πετοῦν ἡ ὥραις ἀμέτρηταις στοῦ τάφου τὸ λιμάνι...
Γιὰ μᾶς... καὶ μόνη μιὰ στιγμὴ ἀρκεῖ νὰ μᾶς μαράνῃ...
Πενῆντα χρόνοι πέρασαν κι' ἀκόμη ἡ ἀνατριχίλα
βαθειὰ μᾶς βόσκει τὴν καρδιά... Μὲ τὰ χλωρὰ τὰ φύλλα
ἀνθοβολεῖ κι' ὁ τὰφος σου καὶ στὸ μνημόσυνό σου
ὑψώνεται στὸν οὐρανὸ τὸ νεκρολίβανό σου
μὲ τῶν ἀνθῶν τὴ μυρωδιὰ καὶ μὲ τὸ καρδιοχτύπι
τοῦ κόσμου,, ποὺ ἐζωντάνεψες... Γέροντα, τὶ σοῦ λείπει;...
Πῶς μᾶς θωρεῖς ἀκίνητος;... Ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου;...
Ποιός εἶν' ὁ πόθος σου ὁ κρυφὸς καὶ ποιό τὸ μυστικό σου;...
Εἶχαν ξυπνήσει ἀνέλπιστα οἱ νεκρωμένοι δοῦλοι
κι' ἀπὸ τὸ γέρο Δούναβη ὡς τ' ἄγριο Κακοσοῦλι
ἔβαζε γῆ καὶ θάλασσα... Σεισμός, φωτιά, τρομάρα,
σπαθὶ καὶ ψυχομάχημα καὶ δάκρυ καὶ κατάρα.
Ἐβρόντουν κι' ἄστραφταν παντοῦ τὰ κλέφτικα λημέρια...
Γοργὰ τοῦ Χάρου ἐθέριζαν τ' ἀχόρταγα τὰ χέρια,
κ' ἦταν ὁ πόλεμος χαρά, τὰ φονικὰ παιχνίδια...
Μὲ μιᾶς θολώνουν τοῦ Ὄλυμπου τὰ χιονισμένα φρύδια
καὶ μαῦρα νέφη ἁπλώνονται στοῦ Κίσσαβου τὴ ράχη...
Ἀνατριχιάζουν τὰ κλαριὰ καὶ τὰ νερὰ κ' οἱ βράζοι
μένουν παράλυτα, νεκρά, σὰν νἆχε διαπεράσει
κρυφὸ μαχαίρι αὐτὴ τὴ γῆ κ' ἐσκότωσε τὴν πλάση...
Εἶχε προβάλει ἀπὸ μακρὰ πουλὶ κυνηγημένο
σὰ σύγνεφο μὲ τὸ βορειᾶ καὶ μαυροφορεμένο,
σκοτείδιασε τὸν οὐρανὸ μὲ τὰ πλατειὰ φτερά του,
καὶ μὲ φωνή, ποὺ ἐξέσχιζε σκληρὰ τὰ σωθικά του,
ἐρρέκαξε κ' ἐβρόντησε... «Χτυπᾶτε, πολεμάρχοι!...
Ἀπ' ἄκρη σ' ἄκρη ὁ χαλσμός... Κρεμοῦν τὸν Πατριάρχη!...
Τοῦ μυστικοῦ διαλαλητῆ πέφτει στὴ γῆ, στὸ κῦμα
τὸ φλογερὸ τὸ μήνυμα κι' ἀπὸ ἕνα τέτοιο κρῖμα
ἐφύτρωσε ἄσβεστη φωτιὰ καὶ μὲ τὴ δύναμή σου
ἐθέριεψε, ἐζωντάνεψε τ' ἄτιμο τὸ σχοινί σου
κ' ἔγεινε φίδι φτερωτὸ στὸν κόρφο τοῦ φονιᾶ σου...
Καλόγερε, πῶς δὲν ξυπνᾷς νὰ ἰδῇς τὰ θαύματά σου;...
Ἀναστηλώνεται ὁ Μωρηᾶς... Ἡ Ρούμελη μουγκρίζει...
Ἱδρώνουν αἷμα τὰ βουνά, τὸ δάκρυ πλημμυρίζει...
Παντοῦ παράπονο βαθὺ καί ἀλαλαγμοὶ καὶ θρῆνοι...
Διαβαίνει μαύρ' ἡ ἄνοιξη. Τὰ ρόδα σας, οἱ κρίνοι
λησμονημένοι τήκονται καὶ τὰ πουλιὰ σκιασμένα
ἀφίνουν ἔρμη τὴ φωλιὰ καὶ φεύγουνε στὰ ξένα...
Στοῦ Γερμανοῦ τὸ μέτωπο κρυφὰ γλυκοχαράζει
τοῦ Γένους τὸ ξημέρωμα... Πᾶσα ματιά σου σφάζει...
Διωγμέν' ἀπὸ τὸν Κάλαμο, μὲ τὴν ψυχὴ στὸ στόμα,
χιλιάδες γυναικόπαιδα δὲ βρίσκουν φοῦχτα χῶμα
νὰ μείνουν ἀκυνήγητα... κι' ὁ Χάρος δεκατίζει...
Ρυάζεται ὁ Βάλτος, σὰ θεριὸ τὴ χαίτη του ἀνεμίζει...
Φλόγα παντοῦ καὶ σίδερο... δὲν θ' ἀπομείνῃ λόθρα...
Στὴν Κιάφα νεκρανάσταση... στοῦ Πέτα καταβόθρα...
Πέτρα δὲ μένει ἀσάλευτη... κλαρὶ χωρὶς κρεμάλα...
Ἐρμιὰ καὶ ξεθεμέλιωμα στὴν Τρίπολη, στοῦ Λάλα...
Κι' ὅταν τὸ χέρι ἐχόρταινε κ' ἔπεφτε στομωμένο
νὰ ξανασάνῃ τὸ σπαθὶ στὴ θήκη ξαπλωμένο,
ἐφώναζε ὁ ἀντίλαλος... «Χτυπᾶτε, πολεμάρχοι!...
Ἀπ' ἄκρη σ' ἄκρη ὁ χαλασμός... Κρεμοῦν τὸν Πατριάρχη!»...
Φριμάζουν τὰ Καλάβρυτα... Καπνίζει τὸ Ζητοῦνι...
κ' ἡ Μάνη ἡ ἀνυπόμονη τεντώνει τὸ ρουθοῦνι
σὰν τὸ καθάριο τἄλογο, νὰ μυριστῇ τ' ἀγέρι
πού, ταχυδρόμος τ' οὐρανοῦ, μὲ τὰ φτερά του φέρει
τοῦ Διάκου τὴ σπιθοβολὴ καὶ τὴν ἀναλαμπή του...
Ὁ γυιὸς τ' Ἀνδρούστου στὴ Γραβιὰ στηλώνει τὸ κορμί του
κ' ἐπάνω του, σὰ νἄτανε θεόχτιστο κοτρῶνι,
συντρίβεται ἡ Ἀρβανιτιὰ μὲ τὸν Ὀμὲρ Βρυώνη...
Φεγγοβολοῦν τὰ πέλαγα στὴν Τένεδο, στὴν Σάμο
καὶ κάθε κῦμα πὤρχεται νὰ ξαπλωθῇ στὴν ἄμμο
ξερνῶντας αἷμα καὶ φωτιά, φωνάζει... «Πολεμάρχοι!...
Ἐκδίκηση... ἄσπλαχνη... παντοῦ... Κρεμοῦν τὸν Πατριάρχη!».
Τὸ Σοῦλι τὸ ἀνυπόμονο ψηλὰ στὸ Καρπενῆσι
τοῦ Βότδαρή σου τὴν ψυχὴ γιὰ νὰ σὲ προσκυνήσῃ
σοῦ στέλλει αἱματοστάλαχτη... Στὸν τάφο του κλεισμένο
τὸ Μισολόγγι σκέλεθρο, γυμνό, ξεσαρκωμένο,
δὲν παραδίδει τἄρματα, δὲ γέρνει τὸ κεφάλι...
Κρατεῖ γιὰ νεκροθάφτη του τὸ Χρῆστο τὸν Καψάλη,
τὸ ράσο τοῦ Δεσπότη του φορεῖ γιὰ σάβανό του,
καί φλογερὸ μετέωρο πετᾷ στὸν οὐρανό του
καὶ θάφτεται ὁλοζώντανο... Στὸ διάβα του τρομάζουν
τ' ἀστέρια ποὺ τὸ κύτταζαν, καὶ ταπεινὰ μεριάζουν...
Κλαρὶ δὲ φαίνεται χλωρὸ καὶ τὸ στερνὸ χορτάρι,
πὤμεινε ἀκόμα πράσινο, τ' ἀράπικο ποδάρι
τὸ μάρανε, τὸ σκότωσε... Χορτάσαν οἱ κοράκοι...
Στὴ Ράχωβα, στὸ Δίστομο μὲ τὸν Καραϊσκάκη
ἀδελφωμένο πολεμᾷ τῆς Λιάκουρας τὸ χιόνι...
Θερίζει τ' ἄσπλαχνο σπαθὶ κι' ὁ πάγος σαβανώνει...
Πλαταίνει πάντα ἡ ἐρημιὰ καὶ τὸ σχονί σου σφίγγει
τοῦ λύκου μας τοῦ ἑφτάψυχου τ' ἀχόρταγο λαρύγγι...
Ὁ κόσμος ἀνταριάζεται... Καὶ τὰ σκυλόδοντά του
ξερριζωμένα πνίγονται μὲ τὰ ρυάσματά του
στοῦ Ναβαρίνου τὰ νερά... καὶ φεύγει... Ἀνάθεμά τον!...
Ἐσκόρπισαν τὰ σύγνεφα μὲ τ ἀστραπόβροντά των
καὶ κούφια ἀπέμεινε ἡ βοὴ τοῦ μαύρου καταρράχτη...
Μ' αὐτά... μ' αὐτὰ τὰ κόκκαλα, τὰ τρίμματα, τὴ στάχτη
ἐχτίσαμε, πατέρα μου, τὴ φτωχικὴ φωλειά μας,
κ' ἐκεῖθε ἐφύτρωσε ἡ μυρτιὰ καὶ τὰ δαφνόκλαρά μας,
π' ἀνθοβολοῦν τριγύρω σου... Γιατὶ τὰ δάχτυλά σου
ἀκίνηταα δὲν εὐλογοῦν τὰ μαῦρα τὰ παιδιά σου;...
Στ' ἀνδρειωμένα σπλάχνα σου, μακρ' ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα
ἐρρίζωσε τόσο βαθειὰ τοῦ Χάρου ἡ φαρμακάδα,
π' οὔτε τοῦ Ρήγα ἡ συντροφιά, καλόγερε, δὲ φθάνει
τὰ σφραγισμένα χείλη σου ν' ἀνοίξῃ, νὰ γλυκάνῃ...
οὔτε τὸ φῶς τὸ ἀκοίμητο ποὺ στὸ πλευρό σου χύνει
αὐτὸ μας τὸ περήφανο, τὸ φλογερὸ καμίνι;...
οὔτε τὰ δέντρα, τὰ πουλιά, τὰ πράσινα χορτάρια...
οὔτε τὰ βασιλόπουλα, τοῦ Θρόνου μας βλαστάρια,
που θἄρχωνται νὰ χαιρετοῦν τοῦ ποιητῆ τὴ λύρα,
καὶ νὰ ρωτοῦν πῶς ἔγεινε τὸ ράσο σου πορφύρα;...
Τί θέλεις, γέροντ' ἀπὸ μᾶς;... Δὲ νοιώθεις μιὰ ματιά σου
πόσαις θὰ ἐφλόγιζε καρδιαῖς κι' ἀπὸ τὰ σωθικά σου
πόση θα ἐβλάστενε ζωή;... Πῶς δὲν ξυπνᾷς, πατέρα;...
Δὲ φέγγει μὲς στὸ μνῆμά σου οὔτε μιὰ τέτοια μέρα;...
Τὸ μάρμαρο μένει βουβό... Καὶ θὰ νὰ μείνῃ ἀκόμα
ποιός ξέρει ὡς πότ' ἀμίλητο τὸ νεκρικό του στόμα...
Κοιμᾶται κι' ὀνειρεύεται... καὶ τότε θὰ ξυπνήσῃ,
ὅταν στὰ δάση, στὰ βουνά, στὰ πέλαγα, βροντήσῃ
τὸ φοβερό μας κήρυγμα... «Χτυπᾶτε, πολεμάρχοι!...
Μὴ λησμονεῖτε τὸ σχοινί, παιδιά, τοῦ Πατριάρχη!».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου