Γράφει ο Άγγελος Πετρουλάκης*
Το καλοκαίρι τού
1974, χαμηλόβαθμος βαθμοφόρος τής τότε Χωροφυλακής, φτάνω με μετάθεση από τα
Σέρβια Κοζάνης στο Σκαλοχώρι Βοΐου, ένα χωριό με 62 κατοίκους, ως αστυνόμος, σε
μια σχεδόν ακριτική περιοχή, με δικαιοδοσία σε 22 ακόμα χωριά, το μεγαλύτερο
από τα οποία είχε πληθυσμό 80 κατοίκους, ενώ το μικρότερο 6.
Απ’ όλα αυτά τα
χωριά, μόνο τα 5 είχαν ηλεκτρικό ρεύμα. Τα δυο συνδέονταν με το Άργος Ορεστικό
με ασφαλτόδρομο. Άλλα 7 συνδέονταν με χαλικόδρομο, ενώ στα υπόλοιπα έφτανε
κανείς από καρόδρομο ή δασικά μονοπάτια, πεζοπορώντας ή καβάλα σε άλογο ή
γάιδαρο…
Ήμουν μόνο 22 χρονών,
μεγαλωμένος, μέχρι τα 18, σε μια μικροαστική γειτονιά τής Λάρισας, με
καθημερινές βόλτες στην οδό Κούμα, και κυριακάτικες στο «Αλκαζάρ»’ και στο «Φρούριο»’
της εποχής. Δεν ήξερα τι σημαίνει δάσος απάτητο, δεν ήξερα τι σημαίνει παραμεθόριος
περιοχή, δεν ήξερα τι σημαίνει να μην υπάρχει ηλεκτροφωτισμός, ούτε τι σήμαινε
το άλογο και ο γάιδαρος ως μεταφορικό μέσο.
Μετά την πρώτη
εβδομάδα ξεκίνησα τις επισκέψεις στα χωριά. Νόστιμο, Ανθηρό, Σπήλαιο, Άνω και
Κάτω Περιβόλι, Καστανόφυτο. Έξω από το τελευταίο, σ’ ένα γύρισμα του δασικού
μονοπατιού συναντώ μια προτομή. Διαβάζω: «Λεωνίδας Πετροπουλάκης, εκ Γυθείου
Λακωνίας. Έπεσε ηρωικά την 7η Μαΐου 1906, υπέρ του Μακεδονικού
Αγώνος». Και ενθυμούμενος τον Μπολιβάρ τού Εγγονόπουλου, αναρωτήθηκα: «Τι
γύρευες εσύ, ένας Μανιάτης, σ’ αυτά τα βουνά;»
Μέχρι να φτάσω στο
χωριό, προσπαθούσα ν’ ανακαλέσω στη μνήμη μου την Πηνελόπη Δέλτα και τα
«Μυστικά τού Βάλτου» της, που είχα διαβάσει τα πρώτα χρόνια τής εφηβείας μου.
Στο χωριό (Καστανόφυτο), πληροφορήθηκα πως το παλιότερο όνομά του ήταν
Οσνίτσανη. Κανείς από τους δώδεκα κατοίκους του δεν ήξερε να μου πει, για ποιον
λόγο είχε στηθεί εκεί η προτομή τού εθελοντή μαχητή. Τι είχε συμβεί εκεί,
δηλαδή, πριν 68 χρόνια.
Δυο – τρεις μέρες
μετά, στα διπλανά χωριά, το Ανθηρό και το Νόστιμο, κάποιοι 70ρηδες, μου είπαν
πως τα χωριά τους – όπως είχαν ακούσει από μεγαλύτερους – είχαν καεί από τους
«Εξαρχικούς». Οι ίδιοι ήταν «Πατριαρχικοί». Ποιοι ήταν οι «Εξαρχικοί»; Ούτε
εκείνοι ήξεραν. Μοναδική πληροφορία: Εκείνοι που μιλούσαν «ντόπικα». Και που
δεν ήθελαν τον Δεσπότη τής Καστοριάς. Τόσο απλοϊκά. Ποιοι ήταν οι
«Πατριαρχικοί». «Εμείς θέλαμε τον Δεσπότη», απάντησαν. «Θέλαμε και
τον δάσκαλο, που μάθαινε ελληνικά τα παιδιά στο σχολείο. Έτσι έλεγαν οι
παλιότεροι…» Όμως, από τους «παλιότερους» δεν ζούσε κανείς.
Τα μάτια μου άρχισαν
να ανοίγουν διάπλατα, σχεδόν ένα μήνα μετά, όταν βρέθηκα με μια 24ωρη άδεια στη
Θεσσαλονίκη και επιστρέφοντας είχα στις αποσκευές μου, όχι μόνο Ίωνα Δραγούμη,
αλλά και Γεώργιο Μόδη. Το πολύτομο έργο τού τελευταίου «Μακεδονικός Αγών και
Μακεδόνες Αρχηγοί», το οποίο είχε εκδοθεί το 1950, ήταν η έκπληξη. Πλέον άρχιζα
να γνωρίζω τον τόπο που περπατούσα.
Παράλληλα
αντιλαμβανόμουνα πως εκεί υπήρχε μιαν άλλη Ελλάδα, μια Ελλάδα που μετά το 1949
δεν είχε αναπτυχθεί με τους ρυθμούς που είχε αναπτυχθεί η Θεσσαλία, η Αττική,
κάποια νησιά. Εκεί, την πρόνοια του κράτους την εξέφραζε η ΜΟΜΑ, η οποία
προσπαθούσε, με μικρά συνεργεία, ν’ ανοίξει δρόμους και να συνδέσει μεταξύ τους
τα χωριά, ή να ασφαλτοστρώσει κάποιους δύσβατους δασικούς δρόμους, αδιάβατους
τον χειμώνα.
Λίγους μήνες μετά,
μια σειρά από ολιγοήμερες αποσπάσεις για αναπλήρωση κενών θέσεων αστυνόμου, μ’
έστειλαν σε ακόμα πιο απομακρυσμένες περιοχές, στη γραμμή των συνόρων: Άγιο
Γερμανό, Ψαράδες, Βροντερό Πρεσπών…
Στα περισσότερα από
τα χωριά των περιοχών αυτών, ένα θέαμα ήταν συχνό. Τα ερειπωμένα σπίτια με την
εμφανή φθορά τού χρόνου. Σπίτια εγκαταλειμμένα, χωρίς ζωή. Όταν ρωτούσα γιατί
είχαν εγκαταλειφθεί, οι απαντήσεις που έπαιρνα ήταν: Ή πως οι ιδιοκτήτες τους
είχαν χαθεί στον Εμφύλιο, ή πως ήταν «έξω».
Ρημαγμένος τόπος,
εγκαταλειμμένος. Το κράτος τον λογάριαζε για εξορία των κακών του υπαλλήλων.
Όλοι οι χωροφύλακες που συναντούσα στις ακριτικές εκείνες περιοχές ήταν με
δυσμενή μετάθεση για λόγους πειθαρχίας. Μόνο οι νεαροί βαθμοφόροι που
στέλνονταν για διοικητές των Σταθμών ξεχώριζαν. Παιδιά από 20 μέχρι 23 χρονών,
μόλις βγαλμένα από τη σχολή, απονήρευτα.
Στη διαδρομή από
Καστοριά προς Πρέσπες διέσχισα τα χωριά τών Κορεστίων. Φρίκη. Ανάγλυφος ο
θάνατος στους τοίχους των σπιτιών. Κάποια συνθήματα που ζούσαν ακόμα, βεβαίωναν
πως η εθνική συμφιλίωση μάλλον αργούσε. Φοβούμαι, πως και τώρα, σχεδόν μισόν
αιώνα μετά, αργεί επίσης. Σε κάποια από τα χωριά, κάποιοι κάτοικοι, μιλούσαν
επίσης εκείνη την άλλη γλώσσα, που δεν καταλάβαινα. Όταν ρώτησα, ξανά, ποια
είναι αυτή η γλώσσα, πήρα και πάλι την ίδια απάντηση «ντόπικα». Ξανά «ντόπικα»,
λοιπόν…
Το «Έξω» και τα
«Ντόπικα». Δυο λέξεις που με είχαν φέρει μπροστά σε δυο άγνωστους χώρους. Ποιο
ήταν το «Έξω»; Ποια ήταν τα «Ντόπικα»; Πολύ σύντομα πήρα τις απαντήσεις μου. Το
«Έξω» ήταν οι χώρες στη σφαίρα τής Σοβιετικής Ένωσης και η Γιουγκοσλαβία τού
Τίτο. Το «Ντόπικα» ήταν μια διάλεκτος, με βάση τη σλαβική. Ποιοι τη μιλούσαν;
Η απάντηση δεν ήταν
απλή, δεν ήταν μια: Τη μιλούσαν, και εκείνοι – ελάχιστοι – που ένιωθαν πως
ανήκαν στους «έξω», αλλά κι εκείνοι που δήλωναν ευθαρσώς πως ήταν Έλληνες και
δεν είχαν καμιά σχέση με τους «έξω». Τότε άκουσα και τη λέξη
«Γραικομάνοι». Ποιοι ένιωθαν ότι ανήκαν στους «έξω»;
Ήταν η εποχή που είχε
επιστρέψει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και στο πλαίσιο της εθνικής συμφιλίωσης
είχε νομιμοποιήσει το ΚΚΕ. Πλέον, ουδείς φοβόταν να δηλώσει τις ιδέες του, ή
όπως, λέγαμε τότε, τα ‘‘φρονήματά’’ του. Και εκείνοι, οι λίγοι, που ένιωθαν ότι
ανήκαν στους «έξω», ψιθυριστά δήλωναν πως ήθελαν το δικό τους κράτος. Ανάμεσα
στις κουβέντες τους ξεπηδούσε το μίσος. Είχαν χάσει την ευκαιρία. Το σύνδρομο
της ήττας ήταν εμφανές σε κάθε συζήτηση.
Ήταν η εποχή που
είχαν αρχίσει οι πυκνοί επαναπατρισμοί. Μια γυναίκα που ζούσε στην Τασκένδη,
στην κατάθεση που μου έδωσε, δήλωσε πως ζούσε στον Σοβιετικό παράδεισο. Κατά
την καταγραφή των περιουσιακών στοιχείων που είχε φέρει μαζί της, δήλωσε πως
είχε μόνο μια βαλίτσα ρούχα. «Κάποιο κόσμημα;» ρώτησα. Κάγχασε. «Το
κόσμημά μας είναι ο Στάλιν και αυτόν τον έχουμε στην καρδιά«. Τελειώνοντας
την κατάθεση και βιδώνοντας το καπάκι τής πένας, της έκανα με όλη την αφέλεια
της ηλικίας και της άγνοιας, μια ακόμα ερώτηση: «Μείνατε σχεδόν 25 χρόνια
στην ξενιτειά και επιστρέφετε χωρίς περιουσία; Μου ακούγεται παράξενο και
ανεξήγητο. Όλοι όσοι ξενιτεύονται στη Γερμανία, επιστρέφουν μετά από δέκα
χρόνια με αυτοκίνητο, χτίζουν σπίτι, αγοράζουν χωράφια. Εσείς πώς τόσο φτωχή;»
. Θυμάμαι ακόμα το βλέμμα της. «Εμείς θέλουμε να πάρουμε αυτά που έχουν
αυτοί που έμειναν…»
Η συζήτηση γινόταν
στο χωριό Λαιμός. Το ίδιο βράδυ πήγα ν’ αγοράσω φασόλια από έναν γέροντα. Με
ρώτησε τι μου είχε πει η γυναίκα που την είδε το απόγευμα να βγαίνει από τον
Σταθμό Χωροφυλακής. Απέφυγα να του απαντήσω, ρωτώντας τον αν την ήξερε. Κούνησε
καταφατικά το κεφάλι του. Ναι, την ήξερε. Ήταν πιο νέα από τον ίδιο.
«Σλαβομακεδόνα… Συνταγματάρχης στους αντάρτες. Έλεγαν, στο χωριό, πως ο παππούς
της είχε στήσει ενέδρα στον Καπετάν Κόττα, αλλά πρόλαβε ο Κόττας και τον
σκότωσε». Σήκωσε το χέρι και μου έδειξε ένα χάλασμα. «Αυτό το σπίτι εκείνος το
έκαψε. Με τους ανθρώπους μέσα…»
Είχαν περάσει κάπου
εβδομήντα χρόνια από την απερίγραπτη εποχή τού Μακεδονικού Αγώνα και τα
θυμητάρια του ήταν ακόμα εμφανή. Και ακόμα πιο εμφανείς ήταν οι πληγές τού Εμφυλίου.
Επισκεπτόμουν ένα χωριό, έψαχνα να βρω ένα σπίτι, ρωτούσα κάποιον γέροντα και
σήκωνε αρνητικά τους ώμους του, έστω κι αν το σπίτι αυτό ήταν δίπλα στο δικό
του. Αυτό είναι μια πραγματικότητα που την έζησα δυο ολόκληρα χρόνια. Ακόμα κι
αν ήξεραν κάποια ελληνικά, όταν τους ρωτούσα απαντούσαν στα «ντόπικα». Πόσοι
ήταν αυτοί; Λίγοι. Ελάχιστοι. Υπήρχαν όμως. Ποια ήταν αυτά τα «ντόπικα»;
Από τους ίδιους, έναν
– δυο μήνες αφού είχα πάει στην περιοχή, σ’ ένα απομακρυσμένο χωριό, τον Άη
Λια, πήρα την απάντηση: «Βουλγαροσέρβικα». Ίδια απάντηση με περίμενε και στη
Μικρολίμνη, και σε άλλα χωριά τών Πρεσπών. Παράλληλα πληροφορούμουν
περισσότερα. Πως οι τάδε ανήκαν στη ΝΟΦ, άλλοι στην «Οχράνα». Το όνομα
«Κάλτσεφ» το άκουσα να το ψιθυρίζουν κάποιοι ηλικιωμένοι, καθώς έβριζαν άλλους
συγχωριανούς τους. Μύλος.
Έπρεπε να περάσουν
πολλά χρόνια, να εκδοθεί το πολύτιμο βιβλίο τού Καθηγητή Ιωάννου Κολιόπουλου
«Λεηλασία φρονημάτων» για να μπουν σε μια σειρά οι σκέψεις μου. Ήταν πια το
1994. Ήδη, όμως, από το 1977 ο Καθηγητής Μανόλης Ανδρόνικος είχε ξεθάψει
αδιάσειστα στοιχεία για την Ελληνικότητα της Μακεδονίας και ήδη από το 1991
είχε διαμελιστεί η Γιουγκοσλαβία και είχε ανακηρυχθεί η πρώην Γιουγκοσλαβική
Δημοκρατία τής Μακεδονίας. Γνωστά αυτά…
Όμως, τότε, το 1974,
που πρωτοδιέσχισα τα δάση τού Βόιου, όλα ήταν αλλιώς. Γιατί, αντί ν’ αναφέρομαι
στο βιβλίο, γράφω αυτά; Γιατί πιστεύω πως πέρα από τη γλώσσα τής πολιτικής,
αλλά και πέρα από τη γλώσσα τής διπλωματίας, με την οποία μιλά στο βιβλίο του ο
επί τιμή πρέσβης Αλέξανδρος Μαλλιάς, υπάρχει και μια άλλη γλώσσα, αυτή της
ιστορίας. Για τη χώρα μας, αυτή η γλώσσα, εμπεριέχει, και οδύνη, και αίμα. Στη
Μακεδονία τη συνάντησα εφιαλτικά ζωντανή τη δεκαετία του ’70. Τοίχοι σπιτιών
γεμάτοι σημάδια από σφαίρες, μισογκρεμισμένα και μισοκαμένα σπίτια, οικογένειες
ορφανεμένες, ξεκληρισμένες.
Μια ακόμα παράκαμψη
στα μονοπάτια τής ιστορίας. Άνοιξη του 1975. Το Φύλλο Πορείας έγραφε τη λέξη
Ψαράδες. Αναζήτησα στον χάρτη το χωριό και το εντόπισα στην περιοχή τών
Πρεσπών. Δυο μέρες μετά αναλάμβανα διοικητής τού Σταθμού Χωροφυλακής Ψαράδων.
Δυο τρία χιλιόμετρα
πριν το χωριό, κι ενώ στα δεξιά μου απλωνόταν η Μεγάλη Πρέσπα, στα αριστερά μου
μια άλλη λίμνη, μικρότερη, η Μικρή Πρέσπα. Μέσα στη λίμνη, ένα νησάκι. Ο Άγιος
Αχίλλιος. Είχα διαβάσει γι’ αυτό. Εκεί είχε οδηγήσει τους αιχμάλωτους
Λαρισαίους ο Βούλγαρος ηγεμόνας Σαμουήλ, στα 983 κι εκεί οι αιχμάλωτοι
Λαρισαίοι είχαν χτίσει μια εκκλησία και είχαν αποθέσει τα λείψανα του
μητροπολίτη τους, του Αγίου Αχιλλείου, που είχαν πάρει μαζί τους φεύγοντας από
την πόλη τους. Στον ξεριζωμό τους μόνη παρηγοριά η Εκκλησία.
Και στους Ψαράδες,
λοιπόν, ολοζώντανη η Εκκλησία μας, ο Χριστιανισμός. Θα το διαπίστωνα και πάλι
την άλλη μέρα, όταν θ’ αντίκρυζα στα βράχια τις εικόνες στα ασκηταριά, που
εκατοντάδες χρόνια είχαν αντέξει στον χρόνο. Την άλλη μέρα όμως, θα έμπαινα ν’
ανάψω ένα κερί στην εκκλησία τής Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Λίγο αργότερα ένας
γέροντας, και πάλι, με πληροφορούσε: «Εδώ μαζεύτηκαν τον Μάρτιο του ’49 οι
Νοφίτες και ο Ζαχαριάδης. Τα θυμάμαι καλά. Έλεγαν να κάνουν κράτος χωριστό τη
Μακεδονία…»
Κυριακή, 17 Ιουνίου
2018. Από την τηλεόραση παρακολουθώ μια παράσταση. Δραματική κατ’ εμέ. Άρον
άρον στήνεται ένα σκηνικό. Οι πρωθυπουργοί Τσίπρας και Ζάεφ θα υπογράψουν μια
Συμφωνία.
Το πρώτο ερωτηματικό
που μου γεννιέται: Γιατί στους Ψαράδες; Ποιος είναι ο συμβολισμός τής πράξης;
Ένας συγγενής μου με χαρακτηρίζει καχύποπτο. Ίσως… Η ιστορία, όμως, λέω, δεν
είναι μόνο Συμφωνίες. Είναι κατά κύριο λόγο, γεγονότα. Τα γεγονότα
απαιτούν κατανόηση. Το είχα εμπεδώσει καλά διαβάζοντας Τοντόροφ, που πολλοί
αποφεύγουν να τον πιάσουν στα χέρια τους, λες και είναι αναμμένο κάρβουνο. Όπως
και πολλούς Έλληνες. Από τον Αβέρωφ μέχρι τον Αλέξανδρο Ζαούση. Από τον Θωμά
Δρίτσιο («Γιατί με σκοτώνεις σύντροφε;») μέχρι τον Τάκη Λαζαρίδη («Ευτυχώς
ηττηθήκαμε σύντροφοι»).
*Ο Άγγελος
Πετρουλάκης, είναι συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου