Το χέρι του, «μαρμάρωσε» κρατώντας το σπαθί
Ο Νικήτας Σταματελόπουλος, γνωστός ως Νικηταράς, ο αγωνιστής που συνετέλεσε στην υποχώρηση του Δράμαλη και σύμφωνα με ιστορικές πηγές, έσπασε τρεις πάλες (σπαθί σαν δρεπάνι) με τη δύναμη με την οποία χτυπούσε, ενώ στο τέλος της μάχης, το χέρι του «μαρμάρωσε» και δεν μπορούσε να αφήσει την πάλα, πέρασε από δίκη, φυλακίστηκε, κατέληξε τυφλός και πάμπτωχος να επαιτεί -με επίσημη «άδεια επαιτείας»- κάθε Παρασκευή, στο σημείο όπου βρίσκεται η εκκλησία της Ευαγγελίστριας στον Πειραιά (τότε δεν είχε ακόμη ανεγερθεί).
Γεννήθηκε στο χωριό Μεγάλη Αναστασίτσα Αρκαδίας και όχι στο Τουρκολέκα από όπου η καταγωγή του.
Ο πατέρας του Σταματέλλος Τουρκολέκας ήταν αρματωλός στο Λιοντάρι. Είχε παντρευτεί την κόρη του προεστού στο Άκοβο, η οποία ήταν αδελφή της γυναίκας του Θόδωρου Κολοκοτρώνη. Ήταν ανιψιός του Γέρου του Μοριά.
Στα 1805, μετά την εκτέλεση του πατέρα και του αδελφού του, κατέφυγε στα Επτάνησα κυνηγημένος από τους Τούρκους. Θέλησε να πολεμήσει με τους Ρώσους εναντίον του Ναπολέοντα, αλλά ο Κολοκοτρώνης τον απέτρεψε. Έφτασε στη Νάπολη, όμως δεν έλαβε μέρος στις μάχες -ο Ναπολέων είχε νικήσει τους εχθρούς του στο Αούστερλιτς.
Παντρεύτηκε όταν γύρισε πίσω την κόρη του κλεφτοκαπετάνιου Ζαχαριά, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά, έναν γιο και δύο κόρες.
Το σπαθί του Νικηταρά στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο ...
Ο Κολοκοτρώνης τον έλεγε Αρχάγγελο Μιχαήλ
Πρωταγωνίστησε σε μάχες μεγάλες και νικηφόρες: Βαλτέτσι, Δολιανά, Τριπολιτσά, Δερβενάκια, Αγιονόρος, Άγιος-Σώστης.
Οι στιγμές όμως που ανέδειξαν την πολεμική αρετή και τον ηρωϊσμό του Νικηταρά, και που συγχρόνως στάθηκαν αποφασιστικές για την επανάσταση, ήταν οι νηκηφόρες μάχες στα Δολιανά (18 Μαΐου Ι821) και στα Δερβενάκια (26 Ιουλίου 1822).
Κατά τις εμφύλιες διαμάχες που άρχισαν το 1823 τάχθηκε με το μέρος του Κολοκοτρώνη, εναντίον της κυβέρνησης Κουντουριώτη -ήταν ο μόνος από την «πλευρά Κολοκοτρώνη» που οι «αντίπαλοι» προσέγγισαν επιχειρώντας να τον πάρουν «μαζί τους».
Ωστόσο επέδειξε συνετή στάση, αποφεύγοντας να πάρει μέρος στις μάχες και κάνοντας πολλές συμφιλιωτικές παρεμβάσεις. Μετά την οριστική επικράτηση των κυβερνητικών κατέφυγε στο Μεσολόγγι, όπου, κλείστηκε στην πολιορκημένη πόλη και πολέμησε κατά του Κιουταχή στη δεύτερη πολιορκία.
Ο Νικηταράς ορκιζόταν στο σπαθί του: Να με φάει το σπαθί του Νικηταρά αν λέω ψέματα, έλεγε ...
Ο Κολοκοτρώνης τον αποκαλούσε Αρχάγγελο Μιχαήλ και Άγιο Γεώργιο.
Χειμώνα του 1836, «υπαγορεύει», στην πραγματικότητα, αφηγείται τη ζωή του, τα απομνημονεύματα του στον Γεώργιο Τερτσέτη, τον ζακυνθινό ποιητή και μετέπειτα δικαστή στην περιβόητη δίκη των Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και Δ. Πλαπούτα, τον Μάιο του 1834.
Αντίθετος με τους Βαυαρούς
Μετά την απελευθέρωση διορίζεται υπασπιστής του Καποδίστρια. Επί Όθωνα κατηγορείται για συνωμοσία κατά του βασιλιά -«πληρώνει» την αντίθεση του στους Βαυαρούς και τον φόβο τους ότι μία ομάδα, η γνωστή ως «Φιλορθόδοξη Εταιρεία», στοχεύει στην άνοδο Ρώσου στον ελληνικό θρόνο.
Στη δίκη του μάλιστα, λόγω αδυναμίας, προσήχθη καθιστός.
Ο Νικηταράς φυλακίζεται στην Αίγινα το 1839. Ήταν μεταξύ εκείνων οι οποίοι «κυνηγήθηκαν» μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια.
Άλλωστε, το κατηγορητήριο αφορούσε και στον αδελφό του πρώτου Κυβερνήτη, Γεώργιο Καποδίστρια.
Κατόπιν της «απειλητικής επέμβασης του Μακρυγιάννη» ο Νικηταράς αποφυλακίζεται μετά από σχεδόν δύο χρόνια. Είναι όμως τυφλός -έπασχε από διαβήτη, χωρίς να το γνωρίζει, η υγεία του κλονίστηκε ανεπανόρθωτα κατά τη φυλάκιση- και λησμονημένος. Λέγεται ότι η μία του κόρη τρελάθηκε από θλίψη με τον εκτοπισμό και εγκλεισμό του πατέρα της. Ήταν γνωστό ότι στη φυλακή υπέστη βασανισμούς και εξευτελισμούς από τους δεσμοφύλακες.
Λησμονημένος και επαίτης
Το 1843, όταν ο Όθωνας αναγκάζεται να δώσει σύνταγμα στην Ελλάδα, του απονέμεται ο βαθμός του υποστράτηγου μαζί με μία πενιχρή σύνταξη.
Το μοναδικό λάφυρο του από τον πόλεμο, ένα αδαμαντοστόλιστο, δαμασκηνό σπαθί -που συναγωνιστές του τον έπεισαν να πάρει- το είχε προσφέρει σε έρανο που είχε κάνει η προσωρινή κυβέρνηση της Ύδρας για να αρματώσει τον ελληνικό στόλο.
Χωρίς περιουσία στην Αρκαδία και στην Αργολίδα, όπου έζησε κάποια χρόνια (στους Μύλους), καταλήγει πάμπτωχος σε ένα ταπεινό σπίτι στην Καστέλλα. Μάλιστα, του δίνεται «άδεια επαιτείας» - ένα είδος ανταμοιβής της... ευγνωμονούσας Ελλάδας.
Η φτώχεια του σχεδόν τυφλού πλέον στρατηγού ήταν τόση, ώστε δεν είχε χρήματα ούτε για να αγοράσει ψωμί για την άρρωστη γυναίκα του- εκείνος μπορούσε να αντέξει την πείνα περισσότερο. Το χειρότερο ήταν πως τον είχαν ξεχάσει όλοι. Ακόμα κι στρατηγός Μακρυγιάννης που πριν τον είχε βοηθήσει κι ας διαδιδόταν η κατάστασή του από στόμα σε στόμα.
Η περιπέτεια του ήρωα έφθασε στα αυτιά πρέσβη Μεγάλης Δύναμης, ο οποίος ενημέρωσε σχετικά την κυβέρνησή του.
Έτσι κάποια στιγμή απεσταλμένος της πρεσβείας βρέθηκε στη θέση που ζητιάνευε ο στρατηγός.
Μόλις ο Νικηταράς τον αντιλήφθηκε ποιος ήταν, μάζεψε αμέσως το απλωμένο του χέρι!
- Τι κάνετε εδώ στρατηγέ μου; Ρώτησε ο απεσταλμένος.
- Κάθομαι εδώ και απολαμβάνω την ελεύθερη πατρίδα μου! Απάντησε περήφανα ο ήρωας.
- Μα εδώ την απολαμβάνετε καθισμένος στο δρόμο;
- Η πατρίδα μου έχει χορηγήσει σύνταξη για να ζω με ευπρέπεια και άνεση και μ' αρέσει να κάθομαι στο δρόμο για να βλέπω και να παρατηρώ πώς ζει ο υπόλοιπος κόσμος, αντέτεινε ο περήφανος Νικηταράς.
Μετά από ώρα συζήτησης, ο ξένος χαιρέτησε ευγενικά. Φεύγοντας όμως, άφησε να του πέσει ένα πουγκί με χρυσές λίρες ώστε να μην προσβάλει τον πάμφτωχο στρατηγό.
Ο Νικηταράς άκουσε τον ήχο, έπιασε το πουγκί το ψηλάφισε και φώναξε στον ξένο.
- Κάτι σου έπεσε και μάλιστα είναι φλουριά. Έλα να τα πάρεις γιατί η περιοχή είναι επικίνδυνη. Μπορεί κάποιος να τα βρει και να τα πάρει!
Πεθαίνει σε ηλικία 67 ετών, στις 25 Σεπτεμβρίου 1849. Ο Νικηταράς τάφηκε πλάι στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη -όπως ήταν η επιθυμία του- στο Α Κοιμητήριο Αθηνών. Τον επικήδειο εκφώνησε ο Νεόφυτος Βάμβας, τον δε επιτάφιο ο Παναγιώτης Σούτσος.
Προτομή του Νικηταρά υπάρχει στο Πεδίον τους Άρεως, στη Λεωφόρο των Ηρώων, όπως και στην Καλαμάτα, στην πλατεία 23ης Μαρτίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου