να χτίσεις σπίτι πέτρινο με μιαν αυλή ωραία
να ‘χεις αμάξι έμορφο, τις τρέλες να αφήσεις.
Δε σκέφτεσαι την κόρη σου που είναι στην Ελλάδα;
Μή να θαρρείς πως είμαστε του Ράμα τα κοπέλια,
να προσκυνώ για τα ευρώ, να σέρνομαι στον κάμπο,
να κραίνω στους τουρκαλβανούς, να ‘χω την πολιτσία,
να σκίζει γαλανόλευκες η νέα σιγκουρίμι;
για να το βλέπουν οι Έλληνες πού ‘ρχονται για να κλάψουν,
τα κοκαλάκια των νεκρών του ένδοξου σαράντα,
να κλαίει ο Πενταδάχτυλος κι η έρημη Χιμάρα.
για να στολίζει το χωριό, τ’ όμορφο Βουλιαράτες,
πήρε κι ένα καλάσνικοφ μην τύχει η άγια η ώρα.
Κρέσνικ Σπαχίου πιο παλιά με τσάμηδες και άλλους
βάλανε το δικέφαλο του ήρωα Καστριώτη
για να χτυπάει τους Έλληνες στο τέλος κάθε Οκτώβρη.
απ’ του Κοσόβου τα φερτά με άθλιους ουτσεκάδες
να σκίζουνε τα φλάμπουρα να σπέρνουμε το φόβο
να κάνουνε το θέλημα του άθλιου του Ράμα.
κι έστειλε τον Τσαβούσογλου ν’ αλλάξει τα φιρμάνια
να γένει μικροχαλασμός στην ξώβεργα του Κώστα.
ήρθε η Μυρσίνη η Ζορμπά ήρθε ο Αντώνης Λιάκος
να φαν’, να πιουν, να φύγουνε, τίποτις να μη δούνε.
Δε θέλουν τον Κατσίφα εδώ, δε θέλουνε σημαίες.
με ένα δεκατέσσερα απάνω στο σταυρό της
μαζί με το δικέφαλο στον κάμπο να πετάει.
σύρε αργά, σύρε ταχιά για να την κατεβάσεις.
εδώ είναι Βορειοήπειρος με Έλληνες που ζάνε
είν’ η σημαία φανερή κι όχι μες στα σεντούκια.
πήγε με το καλάσνικοφ να ρίξει στον αέρα.
κι ο Έντι Ράμα έστειλε ένα μεγάλο ασκέρι.
μήνα σε γάμο ρίχνουνε μήνα σε πανηγύρι;
είν’ ο Κατσίφας μαναχός με τα σκυλιά του Ράμα
και παρακάτω η Ζορμπά με τον Αντώνη Λιάκο
τρώνε και πίνουν τσίπουρα, τίποτις δεν ακούνε.
είναι το σύνορο σιμά, να σώσεις τη ζωή σου.
Νογάς τη θυγατέρα σου που θέλει τον πατέρα
νογάς μωρέ τα γονικά που θέλουν το παιδί τους
νογάς την αδερφούλα σου και τους συχωριανούς σου;
δε σκότωσα, δε λάβωσα, δεν έβλαψα κανένα.
Ακούω τον Τάσο να βογκά το Σολωμό να πέφτει
ακούω το Θεόφιλο με τον Αριστοτέλη
ελληνικά να μου μιλούν, ελληνικά να κλαίνε.
στο βουναλάκι που ‘μεινε τη χώρα να φυλάει.
Του ρίξανε πολλές φορές τον θέλαν πεθαμένο
για να τον δει ο Ερντογάν κι ο αδερφός ο Ράμα
να χαίρονται οι τύραννοι Αγκύρας και Τιράνων.
το πήραν οι τουρκαλβανοί το πήγανε στο Κάστρο
βάλαν δεμένους και λυτούς να το’ χουνε δικό τους.
ντίπι δεν άκουσαν βολές, ντίπι δεν καταλάβαν
ντίπι λόγο δεν έκαναν να σώσουν τον Κωστάκη.
-Ανοίχτε τα κιτάπια του να μάθει ο κόσμος όλος
πως ήρωας δεν είν’ αυτός, πουλάει τα χασίσια.
Τον εσκότωσαν μια φορά; Εγώ το κάνω δέκα.
τ’ ακούσανε κι οι Έλληνες πως τον σκυλολογάνε.
δουλεύω στην οικοδομή, μερεμετίζω σπίτια
φτιάχνω κουζίνες και λουτρά για τους νοικοκυραίους.
μαζί μ’ εκείνους που θαρρούν πως θέλουν άλλο κόσμο
κι έχουν αδέρφια αλβανούς, σλάβους, τούρκους, βουλγάρους,
προλεταρίους απανταχού, τους Έλληνες δε θέλουν.
Κι από μακριά η Παρτιζάν στο ίδιο μετερίζι:
-Μπάσταρδος έλληνας νεκρός; Κι άλλοι θ’ ακολουθήσουν.
Τον εσκοτώσαν μια φορά; Εμείς πολλές χιλιάδες.
τ’ ακούσανε κι οι Έλληνες πως τον σκυλολογάνε.
θέλω το φλάμπουρο ψηλά να ‘ναι στα κορφοβούνια
να το κοιτούν οι Έλληνες να χαίρεται η ψυχή μας.
μακριά απ’ την Αντιγόνη του που ‘θελε να το θάψει
τρέμουν τον Κώστα και νεκρό, τον τρέμουν τα τσακάλια.
γκρεκίς ι μούτιτ ήρθατε, δούλοι των τσιφλικάδων
εδώ είναι Ντρόπολ, Μπουλεράτ, εδώ είναι Αλβανία.
-Μεις από δω δε φεύγουμε εδώ είναι Ελλάδα
θέλουμ’ ειρήνη μοναχά θέλουμ’ ελευθερία
να περπατάμε στα βουνά να τρέχουμε στον κάμπο
να σέρνουμε τον τσακιστό στα γλέντια στην πλατεία.
εδώ είν’ η φαμίλια μου, εδώ είναι η ψυχή μου,
εδώ θα ‘ναι ο λάκκος μου, εδώ θα ‘ν’ ο σταυρός μου
εδώ και η σημαία μου, του Έλληνα το ρούχο.
εμέν’ αν με σκοτώσατε ακολουθάνε κι άλλοι.
κλαίνε τ’ Ακροκεραύνια, κλαίει ο κόσμος όλος.
Διαδώστε την ανάρτηση σε φίλους και γνωστούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου