Ξεσκονίζοντας τις προάλλες την αποθήκη μου, έπεσα πάνω σε ένα κιτρινισμένο τετράδιο που στο εξώφυλλο είχε κολλημένα ξεθωριασμένα αυτοκόλλητα της Panini με παίκτες που αγωνιζόντουσαν στο ελληνικό πρωτάθλημα στις αρχές της δεκαετίας του '90.
Κάποτε παίρναμε μια μπάλα, μαζευόμασταν σε μια αλάνα, πλατεία, σχολείο και παίζαμε ένα διπλό από το μεσημέρι, μέχρι να νυχτώσει. Αυτοί οι ποδοσφαιρικοί «μαραθώνιοι» διέπονταν από κάμποσους κανόνες και είχαν αρκετά χαρακτηριστικά, που τους καθιστούσαν μοναδικούς και τους θυμόμαστε ακόμα με νοσταλγία.
Το «γήπεδο» και η μπάλα
Το γεγονός ότι θα παίζαμε ποδόσφαιρο δεν σήμαινε απαραίτητα ότι θα είχαμε και μπάλα ποδοσφαίρου. Ποιος δεν έχει παίξει με πατημένο κουτάκι από αναψυκτικό; Όχι, όμως, πατημένο όπως να ναι. Υπήρχε συγκεκριμένη τεχνική, ώστε το κουτάκι να είναι κατάλληλο για ποδόσφαιρο. Έπρεπε να έχει πατηθεί εντελώς κάθετα και να μην είναι στραβό, ώστε να μπορεί να τσουλάει και να αντέχει.Κάποιες φορές και ειδικά τα καλοκαίρια όλο και κάποιο μπαλάκι του τένις ή κάποια μπάλα του βόλεϊ θα είχε ξεμείνει από την οικογένεια κάποιου από την παραλία, με αποτέλεσμα να αναβαθμίζεται αισθητά το παιχνίδι μας.
Ο κάτοχος της μπάλας
Το παιδί που διέθετε την μπάλα ήταν για την παρέα ό,τι ο Πλατινί για την UEFA. Μπορούσε σχεδόν να ορίσει τους κανόνες του παιχνιδιού από την αρχή και όχι μόνο δεν έβρισκε αντιδράσεις από τους υπόλοιπους, αντιθέτως μάλιστα τον είχαμε στα όπα όπα.
Ο ορισμός του τέρματος
Στα γήπεδα που αγωνιζόμασταν μικροί είναι προφανές ότι δεν υπήρχαν τέρματα. Αν υπήρχαν, μάλλον δεν θα είχε και κανένα λόγο ύπαρξης το παρόν κείμενο.
Πώς χωριζόμασταν σε ομάδες
Πριν μπουν τα «αριθμάκια» στη ζωή μας, είχαμε έναν πιο ευφάνταστο τρόπο για να ορίζουμε τις ομάδες. Δυο παιδιά, συνήθως οι καλύτεροι παίκτες ή ο κάτοχος της μπάλας, στεκόντουσαν ο ένας απέναντι στον άλλο και έκαναν «βηματάκια» για να δουν ποιος θα διαλέξει πρώτος παίκτη.
Θυμάστε τι ήταν τα βηματάκια; Στεκόντουσαν τα δύο παιδιά, το ένα απέναντι στο άλλο σε εύλογη απόσταση και έλεγαν εναλλάξ ονόματα ποδοσφαιρικών ομάδων ή παικτών. Για κάθε συλλαβή της λέξης που έλεγαν έκαναν και ένα βήμα προς τον «αντίπαλο». Όποιος πατούσε πρώτος τον αντίπαλό του, είχε το bonus να διαλέξει πρώτος παίκτη. Κι αν νομίζεις πώς τα «βηματάκια» ήταν κάτι τυχαίο, είσαι γελασμένος. Υπήρχε τακτική, αφού χρησιμοποιούσαμε και πλαγιαστά «βηματάκια» προκειμένου να μείνουμε μακριά από τον αντίπαλο, αν θεωρούσαμε πως θα μας πατούσε πρώτος.
Αφού έβγαινε ο νικητής της παραπάνω διαδικασίας, συνήθως επέλεγε τον καλύτερο παίκτη ή αυτόν που ξέραμε πως θα κάτσει τερματοφύλακας σε όλο τον αγώνα χωρίς να γκρινιάξει και χωρίς να ζητήσει να παίξει καθόλου μέσα.
Όσον αφορά τον τερματοφύλακα, αν δεν υπήρχε κάποιος που θα καθόταν με την θέλησή του -πράγμα σπάνιο- τότε μπαίναμε όλοι τέρμα μέχρι να φάμε ένα γκολ. Επειδή, κάποιοι το έτρωγαν επίτηδες για να ξαναμπούν γρήγορα μέσα, βάζαμε άλλους κανόνες όπως «φάμε-βάλουμε δύο» ή χρονομετρούσαμε τη θητεία του καθενός στο τέρμα.
Αν ο αριθμός των παιδιών ήταν μονός, η ομάδα με το πιο αδύναμο «ρόστερ» έπαιρνε τον παίκτη παραπάνω.
Όταν χάναμε την μπάλα
Πόσες φόρμες και σορτσάκια έχουν σκιστεί στην προσπάθεια μας να φτάσουμε με τα πόδια την μπάλα που είχε καρφωθεί κάτω από κάποιο αυτοκίνητο ή είχε μπει σε κάποιο χώρο που έπρεπε να πηδήξουμε ένα συρματόπλεγμα; Πόσες κλωτσιές έχουμε ρίξει ομαδικά στους κορμούς δέντρων για να πέσει η μπάλα που είχε σφηνώσει σε κάποιο κλαδί; Τις περισσότερες φορές τα παραπάνω γινόντουσαν ενώ φωνάζαμε εν χορώ: «πού ναι η μπάλα, οέο πού ναι η μπάλα».
Το λεξικό του ποδοσφαίρου
Υπήρχαν μια σειρά από φράσεις και λέξεις που λέγαμε όσοι παίζαμε μπάλα που δεν καταλάβαινε κανείς πλην των συμμετεχόντων.
Φυσικό εμπόδιο: Την συγκεκριμένη φράση την αναφέραμε όταν παίζαμε ποδόσφαιρο σε κάποια πλατεία και η μπάλα έπεφτε σε κάποιον διερχόμενο. Λέγοντας «φυσικό εμπόδιο» εννοούσαμε πως το παιχνίδι συνεχίζεται κανονικά, αφού το να συμβεί κάτι τέτοιο ήταν αναμενόμενο.
Περίπτερο/καφενείο: "Ετσι αποκαλούσαμε τον παίκτη που ελλείψει offside άραζε στην άμυνα του αντιπάλου και δεν το κουνούσε αν δεν ερχόταν η μπάλα στα πόδια του. Προφανώς, το «καφενείο» δεν γυρνούσε ποτέ στην άμυνα.
Παγκότερμα/μπακότερμα: Όχι, δεν είναι ανακάλυψη του Νόιερ. «Παγκότερμα» είχαμε συνήθως όταν στο τέρμα καθόταν κάποιος πολύ καλός παίκτης ή κάποιος που βαριόταν να κάτσει τέρμα. Επομένως όταν η ομάδα του ήταν στην επίθεση έβγαινε και αυτός μπροστά, διατηρώντας ταυτόχρονα την ιδιότητα του τερματοφύλακα.
Γκελάκια/αγγελάκια/ποδαράκια: Με αυτή τη λέξη εννοούσαμε τα χτυπήματα που μπορούσε να κάνει κάποιος με την μπάλα χωρίς να πέσει εκείνη στο έδαφος. Δεν ήταν λίγες οι φορές που κάναμε διαγωνισμό για το ποιος έκανε τα περισσότερα.
Καραβολίδα: Το πάρα πολύ δυνατό σουτ. Υπήρχε μάλιστα ο άγραφος κανόνας σύμφωνα με τον οποίο απαγορεύονταν οι «καραβολίδες» από κοντά, κυρίως μετά από απαίτηση του άτυχου που τον έβαζαν πάντα τέρμα. Παραβίαση του συγκεκριμένου κανόνα ήταν λόγος για καβγά.
Ξερόμυτο: Το πολύ δυνατό σουτ που γινόταν με την μύτη του παπουτσιού.
Μπεκάτσα/τσαρούχι/στα περιστέρια: Το πολύ άστοχο σουτ που δεν έβρισκε στόχο και θεωρητικά πήγαινε στα πουλιά.
Οι κανόνες
Το γεγονός ότι παίζαμε ποδόσφαιρο, δεν σημαίνει πως οι κανόνες ήταν δεδομένοι. Προφανώς δεν υπήρχε offside, ενώ ένα ξακαθάρισμα που κάναμε από την αρχή του ματς ήταν το αν θα παίζαμε με «τους παλιούς ή με τους καινούργιους κανόνες». Το γεγονός ότι στην προηγούμενη πρόταση χρησιμοποιούσαμε πληθυντικό δεν είχε απολύτως κανένα νόημα, αφού στην ουσία ο μοναδικός κανόνας που άλλαζε ήταν το «έμμεσο».
Η «φάση»
Η συγκεκριμένη λέξη αποτελεί την πιο «δημιουργική ασάφεια» του ποδοσφαίρου των παιδικών μας χρόνων. Όταν το παιχνίδι έφτανε χρονικά προς την λήξη του, η ομάδα που καιγόταν να ισοφαρίσει ή να πλησιάσει στο σκορ άρχιζε να φωνάζει «φάση». Λέγοντας «φάση» στην ουσία εννοούσε πως έπρεπε να γίνει ακόμα μια φάση πριν να ολοκληρωθεί το παιχνίδι. Ποτέ, όμως, δεν είχε διευκρινιστεί με σαφήνεια αν η φάση τελείωνε όταν η μπάλα έβγαινε άουτ, πλάγιο, γινόταν φάουλ ή έμπαινε γκολ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλές φορές η «φάση» να πλησιάζει σε διάρκεια ολόκληρο το μέχρι τότε παιχνίδι. Κατά τη διάρκεια της «φάσης» έχουν μπει τα πιο επικά γκολ, έχουν γίνει οι πιο εντυπωσιακοί πανηγυρισμοί και έχει πέσει το περισσότερο ξύλο στην ιστορία του ποδοσφαίρου της «αλάνας».
Τα παιχνίδια
Πέρα από το κλασικό «διπλό» υπήρχε μια σειρά ποδοσφαιρικών παιχνιδιών που παίζαμε είτε για «ζέσταμα» είτε γιατί δεν μαζευόμασταν ο απαραίτητος αριθμός ατόμων για «διπλό".
Πασούλες και σουτ: Μέχρι να μαζευτούμε για να αποφασίσουμε τι θα παίξουμε, όσοι είχαν πάει νωρίτερα στο «γήπεδο» έκαναν πάσες και σούταραν στον τερματοφύλακα. Τόσο απλό!
Μονό ή μονάκι: Στο μονό συνήθως συμμετείχαν 3 ή 5 άτομα. Ένας εναντίον ενός ή δύο εναντίον δύο και ένας τερματοφύλακας. Το παιχνίδι ξεκινούσε με τον τερματοφύλακα να έχει γυρισμένη την πλάτη προς τους παίκτες και να τους πετάει την μπάλα στα τυφλά για λόγους αξιοκρατίας. Στο μονό έβρισκε εφαρμογή ο κανόνας «στα τρία κόρνερ πέναλτι».
Πρωταθληματάκια: Όταν υπήρχαν πολλά άτομα, αλλά βαριόμασταν να παίξουμε διπλό, χωριζόμασταν σε ομάδες των δύο ατόμων και παίζαμε knock-out μονάκια, μέχρι να αναδειχθεί ο πρωταθλητής.
Γερμανικό/άγια: Για το παιχνίδι αυτό χρειαζόταν ένας τερματοφύλακας και δύο έως τέσσερις παίκτες (παραπάνω δεν ήταν βολικό). Σε αυτό το παιχνίδι έπρεπε να σκοράρεις μετά από πάσα χωρίς η μπάλα να πέσει στο έδαφος. Ανάλογα με τον τρόπο που θα έβαζες το γκολ έπαιρνες και πόντους. Για απλό σουτ έπαιρνες έναν πόντο, για κεφαλιά δύο, για ψαλιδάκι -λέμε τώρα- πέντε.
Αφιερωμένο σε όσους συνεχίζουν να παίζουν στην αλάνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου